- ολπίζω
- και ορπίζω (Μ ὀλπίζω)ελπίζω («θέλω να σε αφηγηθώ αφήγησιν μεγάλην... ολπίζω να σ' αρέση», Χρον. Μoρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ελπίζω (πρβλ. ερμηνεύω: ορμηνεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οκνεύω — [οκνός] (στον Ερωτόκρ.) (το ενεργ. και το μέσ.) είμαι ή γίνομαι τεμπέλης, κυριεύομαι από ραθυμία, τεμπελιάζω (α. «αν έχω την απομονή και να μη δεν οκνέψω, / σα σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω», Ερωτόκρ. β. «οκνεύεται και να περπατήσει») … Dictionary of Greek